αμφέρχομαι

αμφέρχομαι
ἀμφέρχομαι (Α)
(στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β' ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)-* + ἔρχομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμφήλυθε — ἀμφέρχομαι surround aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφήλυθεν — ἀμφέρχομαι surround aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”